ἄψυκτος

ἄψυκτος
ἄψυκτος, ον,
A not capable of being cooled, Pl.Phd. 106a.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • άψυκτος — και άψυχτος, η, ο (Α ἄψυκτος, ον) αυτός που δεν έχει ή που δεν είναι δυνατόν να ψυχθεί …   Dictionary of Greek

  • άψυκτος — η, ο αυτός που δεν ψύχτηκε καλά ή καθόλου: Τα κρέατα έμειναν άψυκτα και αλλοιώθηκαν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἄψυκτον — ἄψυκτος not capable of being cooled masc/fem acc sg ἄψυκτος not capable of being cooled neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀψύκτους — ἄψυκτος not capable of being cooled masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”